- φερέζωος
- φερέζωοςbringing lifemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φερέζωος — ον, ΜΑ αυτός που δίνει ζωή, σωτήριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + ζωος (< ζωή), πρβλ. σαπρό ζωος, φιλό ζωος] … Dictionary of Greek
φερέζωον — φερέζωος bringing life masc/fem acc sg φερέζωος bringing life neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερεζώοιο — φερέζωος bringing life masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερεζώων — φερέζωος bringing life masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek